Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Σύμφωνο συμβίωσης & Η κρατικοποίηση των συναισθημάτων





Με αφορμή την συζήτηση στην βουλή,  για το σύμφωνο συμβίωσης των ομοφυλόφιλων ζευγαριών,  μας δόθηκε  για μια ακόμα φορά η   ευκαιρία  να διαπιστώσουμε την ένδυα της Ελληνικής κοινωνίας, σε ανθρωπιστικές ιδέες στην κουλτούρα και στον πολιτισμό των μελών της.

  Σύμφωνα με τις ιδέες του δυτικού πολιτισμού, που μέχρι στιγμής είναι ο πιο ανθρωποκεντρικός, τα δικαιώματα του ατόμου είναι  «αναπαλλοτρίωτα»  απέναντι σε κάθε εξουσία. Κατά συνέπεια έπρεπε να ρυθμιστούν  νομικά, με τέτοιο τρόπο τα πράγματα ώστε οι ομοφυλόφιλοι συμπολίτες μας, να μπορούν ελεύθερα και χωρίς διακρίσεις,  να διαθέτουν όπως θέλουν  τον εαυτό τους. Πρέπει , επίσης, να έχουν οι σχέσεις τους οποιαδήποτε νομιμοποίηση  έχουν και οι ετεροφυλόφιλες σχέσεις. Πρέπει φυσικά να λυθούν και ορισμένα κοινωνικά τους  προβλήματα, όπως  η επιμέλεια των παιδιών, που προέκυψαν από ετεροφυλόφιλους γάμους. Αυτά τα δικαιώματα τα έχουν ανεξάρτητα αν κάποιοι θεωρούν από ηθικής σκοπιάς, ότι οι ομοφυλόφιλες σχέσεις είναι «ομαλές» ή  «ανώμαλες». Να βάλουμε εδώ δύο ενστάσεις , τα παραπάνω ισχύουν μόνο αν  δεν παραβιάζονται τα ατομικά δικαιώματα κάποιου άλλου ή αν οι ατομικές επιλογές δεν εμπίπτουν στο έγκλημα. Σύμφωνα με την ιατρική και την ψυχολογία όλες οι ερωτικές σχέσεις είναι «ομαλές» (δεν κάνουν κακό στους ερωτικούς παρτενέρ) αν υπάρχει κοινή συναίνεση, έλλειψη βίας, αν διατηρείτε η μυστικότητα (η ερωτική σχέση είναι σχέση διαπροσωπική και όχι δημόσια), προστασία της υγείας και σαφή επιλογή του φύλου του ερωτικού παρτενέρ. Να ενημερώσουμε εδώ, κυρίως τις βουλευτίνες του ΣΥΡΙΖΑ, ότι το δικαίωμα για υιοθεσία είναι ατομικό δικαίωμα του παιδιού και όχι  ιδιοκτησιακό δικαίωμα του ανάδοχου ζευγαριού.  Το να έχεις παιδιά δεν είναι ατομικό δικαίωμα στο  βαθμό  που το παιδί είναι άνθρωπος (άτομο) και όχι καταναλωτικό αγαθό ή περιουσιακό στοιχείο. Οι υιοθεσίες δεν γίνονται για να αποκτήσουν κάποιο δικαίωμα που έχουν και τα άλλα ζευγάρια, οι ανάδοχοι γονείς , αλλά για αναπτυχθεί το παιδί σε ένα καλύτερο από το ίδρυμα,  περιβάλλον. Το να έχεις παιδιά, πριν την σύλληψη, είναι  επιλογή και μετά ευθύνη. Να ενημερώσουμε, επίσης, τους κατ’ επάγγελμα δημοκράτες και αισθηματίες, ότι  η αγάπη δεν είναι αφηρημένη έννοια, ακόμα και όταν αφορά κάτι αφηρημένο, όπως η αγάπη στον θεό,  μια γυναίκα όσο καλή και ανοιχτόκαρδη και αν είναι δεν  μπορεί να δείξει μητρική αγάπη, παρά  μόνο  στο δικό της παιδί, γιατί η σχέση είναι σαρκική είναι η μόνη αγάπη χωρίς προϋποθέσεις που γνωρίζει ο άνθρωπος και χωρίς αυτήν δύσκολα κοινωνικοποιείτε, άσχετα  αν συνήθως στην πορεία αποδεικνύετε απατηλή όπως  στην εφηβεία, που η μάνα δεν θέλει να απογαλακτιστεί, το παιδί. 

 Στα ατομικά δικαιώματα εντάσσονται  σε όλες σχεδόν τις σχολές σκέψεις ,το δικαίωμα στην ζωή, στην ισότητα , στην ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας. Σε ορισμένες σχολές μέσα στα ατομικά δικαιώματα είναι και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και για τις πιο αριστερές  σχολές σκέψης  μέσα σε αυτά τα δικαιώματα εντάσσονται  και το δικαίωμα της κοινωνικής και οικονομικής ισότητας. Για τον  αστικό φιλελευθερισμό  και την αριστερά το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει για την βοήθεια ενός τμήματος του πληθυσμού. Τα ατομικά δικαιώματα εδράζονται, στην ιδιότητα του πολίτη για τον φιλελευθερισμό, στην ιδιότητα του μέλους ενός λαού ή έθνους για τον εθνικισμό και  στην  ιδιότητα ως μέλους μιας τοπικής, μιας πλατύτερης ή μιας παγκόσμιας κοινότητας  για την αριστερά. Για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως και σε ορισμένες  σχολές εθνικισμού, τα δικαιώματα του ατόμου και η πολιτική ισότητα είναι ενταγμένες στα πλαίσια ενός τελεολογικού σκοπού του λαού ή του έθνους.  Για την αυτονομία και την αναρχοαυτονομία  ο σκοπός του κοινοτισμού είναι πάνω από τα δικαιώματα του ανθρώπου. Το ενδιαφέρον είναι πως αυτές οι αντιλήψεις (αυτονομία) είναι κυρίαρχες στα σημερινά κινήματα δικαιωμάτων.

 Για τον νόμο του  συμφώνου συμβίωσης, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, δεν προκύπτουν από την ιδιότητα του πολίτη ή του μέλους ενός λαού ή του μέλους μιας κοινωνίας αλλά από την ερωτική επιλογή των ομοφυλόφιλων. Να υπενθυμίσουμε ότι τα δικαιώματα των ετεροφυλόφιλων προκύπτουν από την κοινή για όλους ιδιότητα του πολίτη ή του μέρους του λαού και πρέπει  να νομοθετήσουμε  για τους ομοφυλόφιλους  επειδή τα δικαιώματα τους καταστρατηγούνται. Ο νόμος όμως έχοντας σαν αρχή του ότι τα δικαιώματα προκύπτουν από την ομοφυλοφιλία, θεσμοθετεί  τον διαχωρισμό μεταξύ των επιλογών και την υπεροχή, για το κράτος, της ομοφυλοφιλίας. Να θυμηθούμε εδώ ότι ο στόχος των κινημάτων δικαιωμάτων και συγκεκριμένα των ομοφυλόφιλων δεν είναι η ισότητα των δικαιωμάτων αλλά εφαρμογή συγκριμένων κοινωνικών αλλαγών. Ο κοινός τόπος  των κινημάτων, της αυτονομίας και του μέρους της αριστεράς που εγείρει αυτά τα αιτήματα, είναι ο αρχαίος κοινοτισμός , που είχαμε το κυρίαρχο  αρσενικό   και την λειτουργική ομοφυλοφιλία για τους υπόλοιπους. Φυσικά τέτοιες κοινωνίες δεν μπορούν να υπάρξουν, τέτοια δομή στα πλαίσια του δυτικού κόσμου  στοχεύει στην πιο σκληρή μορφή εξουσίας αυτή που καταστέλλει  τα ανθρώπινα συναισθήματα. Στα θεωρεία της βουλής δεν βρισκόταν κάποιοι συμπολίτες μας που εκτός των προβλημάτων  που αντιμετωπίζουμε όλοι , συνθλίβονται από την ανασφάλεια, τις διακρίσεις και τον κοινωνικό αποκλεισμό λόγω της ιδιαίτερης  ερωτικής του φύσης, αλλά άνθρωποι της εξουσίας που ο νόμος αυτός βελτίωνε την θέση του δικού τους εξουσιαστικού μπλοκ. Πέρα από την φοβική αρνητική στάση του Κ.Κ.Ε, ενδιαφέρον είχε πως οι  πιο επιθετικοί αρνητές του συμφώνου συμβίωσης υπήρξαν οι επίσκοποι  και η Χρυσή Αυγή. Οι μεν επίσκοποι στην νεότητα τους αλλά και στο πιο μεγάλο μέρος  της ζωής τους ήταν μοναχοί, δηλαδή τους έχουν διαπαιδαγωγήσει  στην ηθική απαξία του ετεροφυλοφιλικού έρωτα  σε τέτοιο βαθμό ώστε μόνο  ο πειρασμός είναι η πιο ακραία παρεκτροπή  και μέσω της εξομολόγησης είχαν να αντιμετωπίσουν απίστευτη καταπίεση από τους «αδελφούς»  τους. Από την άλλη πλευρά η Χρυσή Αυγή, που ως εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, ο αντισεξισμός  και η ομοφυλία είναι οι δύο από τους  πυλώνες του ηθικού της κώδικα. Οι πιο σκληροί εχθροί του συμφώνου συμβίωσης είναι και οι ίδιοι στην καλύτερη  περίπτωση ομόφυλοι. Δείχνοντας  πόσο πιο σημαντικό ρόλο, δυστυχώς, παίζει η συμμετοχή σε ομάδα ταξικών και άλλων συμφερόντων, παρά η ερωτική επιλογή. Δεν ήταν καθόλου περίεργο, που την δίωξη των ομοφυλόφιλων στην ναζιστική Γερμανία την είχαν τα ΕΣ-ΕΣ και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που πολλά από τα μέλη τους σε μεγάλο βαθμό ήταν ομόφυλοι, ούτε επίσης η κατάργηση, από τον Μεταξά, της Ε.Ο.Ν Αθήνας λόγω ομοφυλοφιλικών σκανδάλων (βιασμοί) . Στην σχέση της ομοφυλοφιλίας με την υπαρξιακή συγκρότηση του ολοκληρωτισμού  θα αναφερθούμε στην συνέχεια.


  Αυτό που μας αφορά είναι η σχέση της ερωτικής αγάπης με την κοινωνικοποίηση-«πολιτικοποίηση» του ατόμου. Σε καμιά περίπτωση, δεν μας αφορά να επιβάλλουμε την μια ή την άλλη μορφή, χωρίς να αποποιούμαστε τις δικές μας επιλογές, που αποτελούν το δικό μας είναι. Η ουσιαστική διαφορά της ετεροφυλοφιλίας, ως προς την ομοφυλοφιλία, είναι ότι η πρώτη σημαίνει  αγάπη στο διαφορετικό. Είναι μια ποιο απαιτητική μορφή έρωτος από την ομοφυλοφιλία. Σου δίνει  όμως την δυνατότητα , την άμβλυνσης  του φόβου  της ύπαρξης , στον βαθμό που  αποκτάς  ή προσπαθείς  να αποκτήσεις   εμπιστοσύνη στους άλλους ανθρώπους. Στην αντίθετη περίπτωση η αδυναμία να μπορείς να αγαπήσεις το διαφορετικό, σε δυσκολεύει να βγεις  έξω από το φοβικό, εγωιστικό περιβάλλον , του ενστίχτου της αυτοσυντήρησης. Ο ετεροφυλοφιλικός  έρωτας  ήταν  πάντα στον στόχο, για την συνοχή του  συστήματος εξουσίας  και επειδή στον άνδρα μπορεί να κατασταλεί, στο μεν αρχαίο κοινοτισμό είχαμε την κυριαρχία του ισχυρού  και την οργανική ομοφυλοφιλία του άλλων ανδρών, στην δουλεία είχαμε την απαγόρευση (ανεξάρτητα από την ρεαλιστική της εφαρμογή)  της ερωτικής επαφής για τους άνδρες δούλους, πλην των μονομάχων, ενώ στην  φεουδαρχία και  την δουλοπαροικία  η ερωτική επαφή του άνδρα ήταν ένα δικαίωμα που παραχωρούσε ο ιδιοκτήτης (φεουδάρχης) της γυναίκας μετά που εφάρμοζε το δικαίωμα της πρώτης νύχτας ή ο θεματοφύλακας  της ηθικής  της φεουδαρχίας, η εκκλησία (ορθόδοξη και καθολική),  αργότερα. Ο αστικός φιλελευθερισμός και οι αστικές επαναστάσεις , εισάγοντας  τα ατομικά δικαιώματα, έδωσαν στην ερωτική αγάπη λιγότερο ασφυκτικά πλαίσια. Αργότερα η ανάπτυξη του εργατικού πολιτισμού έδωσε στην ερωτική αγάπη μια πολύ πιο ανθρωποκεντρική  μορφή. Στον καπιταλισμό έχουμε την κεφαλαιώδη αντίφαση για την ανθρώπινη φύση, από την  μια μεριά η ανάγκη ύπαρξης του ετεροφυλοφιλικού έρωτα για να διεκδικούμε την απόλαυση είτε την κατανάλωση και από την άλλη πλευρά την ανάγκη της συνοχής  της εξουσίας, από ανθρώπους που μπορούν να αντισταθούν στην επιβολή, γιατί θεωρούν ότι μπορεί να έχουν εμπιστοσύνη στους άλλους   και δεν θεωρούν ότι ο φόβος της επιβίωσης μόνο με τον ατομισμό μπορεί να αμβλυνθεί.  Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως όλοι  οι ετεροφυλόφιλοι  μπορούν να αγαπήσουν το διαφορετικό, ούτε πως όλοι οι ομοφυλόφιλοι είναι δουλοπρεπείς, απλά η ετεροφυλική ερωτική αγάπη αν την διεκδικήσεις σου δίνει μια επιπλέον δυνατότητα. Την  παραπάνω αντίφαση σε περιόδους ανόδου  ο καπιταλισμός τον λύνει μέσω της εμπορευματοποίησης, για παράδειγμα η δήθεν  σεξουαλική απελευθέρωση στέρησε από τον έρωτα την διατομικότητα  της σχέσης, άρα την δύναμη του και την δυνατότητα της συναισθηματικής  ολοκλήρωσης για το άτομο. Σε περιόδους κρίσης ειδικά όταν αυτές οδηγούν στην αναζωπύρωση  ναζιστικών κινημάτων, τότε αλλάζει ριζικά  το αξιακό σύστημα και έχουμε την καταστολή του ετεροφυλοφιλικού ερωτισμού. Για να κατανοήσουμε αυτό που οι ναζί αποκαλούν  πολίτη στρατιώτη θα πρέπει  να φανταστούμε ένα στρατιώτη του αρχαίου κόσμου. Πριν όμως από αυτό πρέπει να μιλήσουμε , για μια άγνωστη πτυχή για τα  Μ.Μ.Ε, την βουλή, τα κινήματα και την λαϊκιστική αριστερά δηλαδή την εξουσία, τα βασικά χαρακτηριστικά του ανδρικού ερωτισμού είναι η ανεκτικότητα στα άλλα αρσενικά (άνδρες) και η αγάπη στο θηλυκό κάθε παρεκτροπή, όπως για παράδειγμα η επιβολή, είναι ομοφυλική διαστροφή.  Ο στρατιώτης στην αρχαιότητα,  ήταν σε όλη την ζωή στρατιώτης , έπρεπε να λείπει  χρόνια από το σπίτι του και την γυναίκα του και η επιβίωση της στρατιωτικής  μονάδας δηλαδή του ίδιου είχε να κάνει με την  αυταπάρνηση που υπερασπιζόταν τον διπλανό του στρατιώτη, έπρεπε να αναπτύξει, με αυτόν  δεσμό ισχυρότερο του συντροφικού. Άρα θα έπρεπε να είναι αποστασιοποιημένος από την ανάγκη του ετεροφυλοφιλικού έρωτα, να είναι αντισεξιστής ως τον βαθμό της ασεξουαλικότητας , να είναι ομόφυλος ως τον βαθμό της ομοφυλοφιλίας και η γυναικεία φύση να μην παίζει ρόλο άλλο από την αναπαραγωγή. Οι σύγχρονοι ομοφυλόφιλοι ( τα κινήματα) θέλουν να μην κάνουν παιδιά αλλά να υιοθετούν παιδιά, που τα γεννούν, οι ετεροφυλόφιλες γυναίκες, που αν κρίνει κανείς από τις τοποθετήσεις  κάποιων βουλευτών  τις θεωρούν κλώσες. Θέλουν  άκοπη και ασφαλή ιδιοκτησία παιδιών. Αν μια γυναίκα εκπέμπει ετεροφυλοφιλικό ερωτισμό, αλλοιώνει την φύση του άνδρα στρατιώτη, ονομαζόταν , από τα ΕΣ-ΕΣ, κόκκινη γυναίκα την θεωρούσαν κάτι σαν πόρνη ή κομμουνίστρια  και είχε την γνωστή κατάληξη. Τα παραπάνω δεν βασιζόταν στην ομοφυλοφιλία, αλλά στο γεγονός πως έθνος όπως το εννοούν, η  φυλετική κοινωνία- η ομοιότητα του αίματος επειδή ανήκεις στην ίδια φυλετική ομάδα- υπήρχε μόνο στον αρχαίο κοινοτισμό , όπου η συνοχή της  κοινωνίας εξασφαλιζόταν από το κυρίαρχο αρσενικό και την οργανική ομοφυλοφιλία των άλλων αρσενικών. Δεν είναι τυχαίο, που οι τελετές, όπως και της Χρυσής Αυγής  έχουν  καθαρά, ομοφυλοφιλικό χαρακτήρα. Ο νόμος για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, δεν είχε να κάνει με την ισότητα των πολιτών, αλλά με την καταστολή των συναισθημάτων και την ισχυροποίηση της εξουσίας ενόψει σκληρών μέτρων.

Σαν επίλογο, η λέξη ομοφοβία είναι μια φαντασιακή έννοια, γιατί δεν υπάρχει ούτε  καν στα ζώα που ζουν σε αγέλες,  η ομοφυλία σημαίνει την ευκολία που συνάπτουν σχέσεις φιλικές τα άτομα του ίδιου φίλου ή τον τρόπο που πρέπει να βλέπουν τα μέλη των μιλιταριστικών, ναζιστικών, ρατσιστικών  και αυτόνομων οργανώσεων το άλλο φύλο. Επίσης η ετεροφυλία και η ομοφυλία όταν έχουν ερωτική επαφή, ονομάζονται ετεροφυλοφιλία και ομοφυλοφιλία. Τέλος επειδή ρατσισμός σημαίνει μίσος στο διαφορετικό και ομοφυλοφιλία  αδυναμία να αγαπήσεις  το διαφορετικό σε ένα συμβολικό υπαρξιακό επίπεδο ο ρατσισμός συμβολίζεται με την ομοφυλοφιλία.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ: Το ιδεολογικό πλαίσιο της Ελληνικής επανάστασης



                              
Δυο ιδεολογίες, εξόχως παρούσες στο μοντέρνο σήμερα , η μεν πρώτη όταν αναφερόμαστε στις ανθρώπινες αξίες, ενώ η δεύτερη περνά σαν κόκκινη γραμμή, είτε θετικά είτε αρνητικά, όλο τον πολιτικό κόσμο. Στον 18ο αιώνα, αυτές οι ιδεολογίες, έβαλαν τις βάσεις ( η πρώτη) στον Ελληνικό και Βαλκανικό διαφωτισμό και στις κινήσεις, στο όνομα της δευτερης τον 19ο αιώνα πραγματοποιήθηκαν από το 1806 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1870, οι επαναστάσεις που δημιούργησαν  τα σύγχρονα Βαλκανικά κράτη.

Οι εθνικοί ηγέτες και διανοούμενοι των Βαλκανίων τον 19ο αιώνα επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από δυο πολιτικά δόγματα δυτικοευρωπαϊκής  προέλευσης : το φιλελευθερισμό  που προερχόταν από τις ιδέες του Διαφωτισμού τον 18ο αιώνα και τον εθνικισμό, η βάση του βρισκόταν στον ρομαντισμό και στον ιστορικισμό του 19ου αιώνα. Ας ξεκινήσουμε από τον φιλελευθερισμό. Κάποιοι διανοούμενοι ισχυριζόταν ότι σύμφωνα με την ιδέα του φυσικού νόμου, όλοι οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με συγκεκριμένα δικαιώματα, τα οποία απέκτησαν με τη γέννηση τους και τα οποία θα έπρεπε να θεωρούνται «αναπαλλοτρίωτα» απέναντι σε κάθε εξουσία. Στην Αμερικάνικη  Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, που αποτελεί μια έξοχη διακήρυξη των βασικών ιδεών αυτής της φιλοσοφικής σχολής σκέψης, τα δικαιώματα αυτά ήταν «η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας». Συχνά, στον κατάλογο των φυσικών δικαιωμάτων έμπαινε και η ιδιοκτησία.

Με βάση αυτές τις ιδέες, θα έπρεπε να σχεδιαστεί ένα σύνταγμα, ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου, που έθετε ρητά τα όρια της κρατικής εξουσίας και θα εγγυούταν τα δικαιώματα του πολίτη. Ο φιλελευθερισμός εξήρε την πολιτική ισότητα : όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από εθνική ή κοινωνική  προέλευση θα είχαν τα ίδια δικαιώματα μέσα στα όρια του κράτους. Έμφαση δινόταν στη ελευθερία του ατόμου και στην προστασία του απέναντι στην τυραννία της κυβέρνησης ή της κοινωνία. Ο φιλελευθερισμός  ενώ υιοθετούσε την αρχή της πολιτικής ελευθερίας, μόνο η ριζοσπαστική του εκδοχή μιλούσε για κοινωνική ή οικονομική ισότητα και σπανιότερα στην παρέμβαση του κράτους για την βοήθεια ενός τμήματος του πληθυσμού.



   Αντιθέτως, σχεδόν όλα τα εθνικιστικά δόγματα μετέθεσαν την προσοχή ολοκληρωτικά από το άτομο στη συλλογική  οντότητα, το έθνος. Ένα μεγάλο μέρος από το λεξιλόγιο του ρομαντικού εθνικισμού επηρεάστηκε σημαντικά από το έργο του Γιόχαν Γκόντφριντ  Χέντερ, Γερμανού φιλοσόφου, οι  ιδέες  του οποίου είχαν τεράστια επιρροή στην Ανατολική  Ευρώπη. Αναλαμβανόταν τα άτομα στην κοινωνία μόνο ως τμήματα του  Volk, του λαού ή ακόμα καλύτερα της εθνικής (φυλετικής) ομάδας. Ο Χέντερ πίστευε ότι η τέχνη, η μουσική, η λογοτεχνία, τα τοπικά έθιμα, οι νόμοι, αποτελούσαν έκφραση αυτού του μοναδικού πνεύματος ,  ή του Volksgeist, του κάθε λαού. Σε αυτόν τον κώδικα αξιών, η προσωπική ελευθερία θα πραγματωνόταν όχι μέσω συνταγμάτων  και  παρόμοιων  νομικών κειμένων, αλλά μέσω της ταύτισης με τη συλλογική θέληση του έθνους και της υποταγής σε αυτή κάτι που εκφραζόταν συχνά από ένα χαρισματικό ηγέτη.

Τον εθνικιστή ενδιέφεραν ιδιαίτερα  η μελέτη και  η καθαρότητα της γλώσσας του, καθώς θεωρούσε ότι ήταν ίσως η σημαντικότερη εκδήλωση του εθνικού χαρακτήρα. Οι ξενικές λέξεις έπρεπε να εξαλειφθούν από το λεξιλόγιο κάθε γλώσσας ως επικίνδυνες για τους φυσικούς τρόπους έκφρασης. Εθνικιστές φιλόσοφοι ασχολούνταν, αντίστοιχα, με την αναβίωση της ιστορίας του έθνους τους και με την παράδοση και τα παραμύθια. Χαίρονταν να ψάχνουν το σκοτεινό παρελθόν του λαού τους και διακήρυτταν το μεγάλο του σεβασμό για το χωρικό, που θεωρούσαν ότι ήταν το στοιχείο της κοινωνίας που είχε διαβρωθεί λιγότερο από  «ξένες» επιρροές. Ο  επαναστατικός εθνικισμός άσκησε σημαντική έλξη σε τμήματα του πληθυσμού, όπως φοιτητές, καθηγητές πανεπιστημίων, συγγραφείς, έμπορους και εκπροσώπους άλλων επαγγελμάτων που ήταν μεν μορφωμένοι, αλλά αποκλειόταν συχνά από τα υψηλά κρατικά αξιώματα. Τα προγράμματα τους τόνιζαν ιδιαίτερα  την δράση και την ανάγκη της πάλης για ευγενικούς σκοπούς και οι προσπάθειες τους ευδοκίμησαν σε μια ατμόσφαιρα συνωμοσίας και βίας.

   Τα επαναστατικά κινήματα του 19ου αιώνα  σε ολόκληρη την Ευρώπη συνδύαζαν  το φιλελευθερισμό με τον εθνικισμό, μολονότι οι αντιφάσεις τους είναι φανερές. Οι ηγέτες συγκέντρωναν την προσοχή τους στη διάλυση φεουδαρχικών ή απολυταρχικών  καθεστώτων και την αντικατάσταση τους από συνταγματικές  κυβερνήσεις. Αποδεχόταν την εθνική βάση για το κράτος , δηλαδή ότι οι λαοί με κοινή γλώσσα και ιστορικό παρελθόν θα έπρεπε να ενώνονται. Οι συνέπειες της φιλελεύθερης και εθνικιστικής ιδεολογίας ήταν σαφείς στην νότια Ευρώπη: τόσο η αυτοκρατορία των Αψβούργων( Αυστροουγγαρία) όσο και η Οθωμανική θα έπρεπε να διαλυθούν και να αντικατασταθούν από εθνικά κράτη και συνταγματικές κυβερνήσεις. Παραμερίζοντας την θεωρία, ήδη κατά τον 18ο αιώνα είχαν συμβεί συγκεκριμένα γεγονότα που βοήθησαν στην εξώθηση του Ελληνικού και των βαλκανικών λαών προς την πορεία  αυτή. Ορισμένες πτυχές αυτών των εξελίξεων, κυρίως η πολιτιστική αναγέννηση και η αύξηση του ενδιαφέροντος για τη γλώσσα, ήταν πλήρως εναρμονισμένες με την εθνικιστική θεωρία.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

ΣΥΜΦΩΝΑ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ & Ο άνθρωπος ως ιδιοκτησία



                                  



Ένας από τους πυλώνες του δυτικού πολιτισμού είναι ότι το άτομο έχει αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα απέναντι σε κάθε εξουσία. Το δικαίωμα να διαθέτει κανείς όπως θέλει τον εαυτό του είναι το πιο αυτονόητο. Κανείς, λοιπόν, ομοφυλόφιλος δεν πρέπει να υπόκειται σε διακρίσεις και πολύ περισσότερο σε βία λόγω της διαφορετικής του επιλογής και αν θέλουν αυτή τους η σχέση να νομιμοποιείται, αυτό το δικαίωμα πρέπει να τους παραχωρηθεί. Αυτό που στοχεύουμε να αναδείξουμε, είναι ορισμένες πολύ επικίνδυνες απόψεις αυτών των κινημάτων.

  Τα μονθεματικά κινήματα δικαιωμάτων, ειδικά αυτά που αφορούν ερωτικές επιλογές εύκολα μπορούν να πάρουν ρατσιστική μορφή. Πρέπει να εντάξουμε στην κουλτούρα μας την υπεράσπιση οποιουδήποτε ανθρώπου υφίστανται διακρίσεις λόγω της διαφορετικότητας του , ειδικά ενάντια σε άτομα που ανήκουν στην ίδια με μας ομάδα. Έτσι οι ομοφυλόφιλοι, επί παραδείγματι, πρέπει να είναι ενάντια στις διακρίσεις που δέχονται οι ετερόφυλοι  σε χώρους, κυρίως επαγγελματικούς, που κυριαρχούν οι ίδιοι. Τι ζητάει όμως αυτό το κίνημα, κατ’ αρχήν «Σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών», γιατί δεν λένε την αλήθεια και ονομάζουν τους εαυτούς τους ομόφυλους; Η λέξη ομόφυλος δεν συμπεριλαμβάνει, κατ’ ανάγκη, την ερωτική σχέση. Η λέξη ομοφυλία χρησιμοποιείται με δυο κυρίως  έννοιες, στην καθομιλουμένη σημαίνει  ότι φιλικές σχέσεις συνάπτουν πιο εύκολα άτομα του ίδιου φύλου. Ενώ η λέξη αυτή σημαίνει, για τους ερευνητές  των μιλιταριστικών και ρατσιστικών κινημάτων ,τον τρόπο που πρέπει να βλέπουν τις γυναίκες τα αρσενικά μέλη αυτών των οργανώσεων, με σκοπό οι σχέσεις τους  να μην ξεπερνά το επίπεδο της αναπαραγωγής. Για να καταλάβουμε τις αντιλήψεις , αυτών των οργανώσεων, στο πεδίο που μας αφορά, θα πρέπει να φανταστούμε ένα πολεμιστή του αρχαίου κόσμου, που ήταν μέλος τις στρατιωτικής μονάδας για όλη του την ζωή , έπρεπε την ένταξη του σε αυτήν να την θεωρεί σαν ουσία της ύπαρξης του, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση της μη ήττας  ήταν  η μέχρι θανάτου υπεράσπιση των στρατιωτών που βρισκόταν δίπλα τους. Σε αυτές τις οργανώσεις, λοιπόν, το μέλος τους θα έπρεπε να έχει απαξιωτική αντίληψη για την σχέση με το άλλο φύλο, γι αυτό έπρεπε να είναι αντισεξιστές ως τον βαθμό της ασεξουλικότητας (ως αφορά τα ΕΣ-ΕΣ), να κάνουν δηλαδή έρωτα μόνο για αναπαραγωγή, ενώ από την άλλη πλευρά έπρεπε στον πιο ακραίο βαθμό να είναι ομόφυλοι ως τον βαθμό της ομοφυλοφιλίας. Να πούμε εδώ, ότι σεξισμός σημαίνει, για τα κινήματα δικαιωμάτων, ότι ο ανδρικός ερωτισμός περιλαμβάνει ή επιβολή στο άλλο φύλο ή ενάντια στους ομοφυλόφιλους. Φυσικά ο σεξισμός είναι φαντασιακή έννοια, από την σκοπιά, ότι ο ανδρικός πόλος, που υπάρχει μαζί με τον θηλυκό  σε κάθε άνθρωπο, έχει σαν βασικά του χαρακτηριστικά την ανεκτικότητα απέναντι στα άλλα αρσενικά και αγάπη στο θηλυκό, οποιαδήποτε συμπεριφορά αποκλίνει από αυτό σημαίνει τουλάχιστον συναισθηματική  ανωριμότητα.  Στην γυναίκα κυριαρχεί ο θηλυκός πόλος ενώ στον άνδρα ο αρσενικός, ο σαφής διαχωρισμός αυτών των πόλων, ειδικά στην εφηβεία, είναι προϋπόθεση ψυχικής  υγείας του ατόμου. Η ύπαρξη αυτών των πόλων δείχνει πως οι ομοφυλοφιλία από την ερωτική σκοπιά δεν πρόκειται περί ανωμαλίας, αλλά η ετεροφυλοφιλική σχέση επειδή απαιτεί μεγαλύτερο θάρρος οπλίζει το άτομο με μεγαλύτερη συναισθηματική δύναμη. Στο πεδίο της ανθρώπινης ύπαρξης, επειδή ρατσισμός σημαίνει αδυναμία αποδοχής του διαφορετικού, ενώ ομοφυλοφιλία αδυναμία αγάπης στο διαφορετικό, ο ρατσισμός συμβολίζεται με την ομοφυλοφιλία. Η συγκρότηση ενός ομοφυλόφιλου, περιλαμβάνει μεγαλύτερη δόση ρατσισμού από αυτόν που διαθέτουμε όλοι και η αποδοχή του διαφορετικού προϋποθέτει μεγάλο βαθμό ωριμότητας. Ας δώσουμε και μια αναγκαία κοινωνική διάσταση. Ζούμε σε ένα κόσμο που ο καταναλωτισμός είναι μια από τις πιο βασικές πλευρές τις επιβίωσης του, δηλαδή ολοένα και περισσότερο πρέπει να αυξάνεται η ανάγκη για απόλαυση κάτι που σε συνθήκες κρίσης κάνει το άτομο δυστυχές. Από δω προκύπτει η ανάγκη, καταστολής του ερωτισμού που σε κάνει να μην είσαι παθητικός στην ζωή. Αυτό από την μια μεριά γίνεται αυθόρμητα από το άτομο αλλά από την άλλη πλευρά και από την εξουσία. Επειδή όμως η σχέση της γυναίκας όσο αφορά τον ερωτισμό είναι πιο φυσική, η φύση της καταστέλλεται από ένα πλέγμα ευθυνών ή ενοχών που δημιουργεί η ίδια στον εαυτό της ή οικογένεια της και η κοινωνία προς αυτήν, η ηθική απαξίωση του ερωτισμού αφορά κυρίως στον νέο άνδρα.

Τα κινήματα δικαιωμάτων, όντας μονοθεματικά και μη έχοντας κανένα κοινωνικό πρόταγμα,  όπως να μην υπάρχουν διακρίσεις απέναντι σε οποιοδήποτε και να έχουμε σχετική ισοτιμία μεταξύ μας, επιδίδονται σε ένα πρακτικό κινηματισμό που κυριαρχεί ο ικανότερος, δημιουργούν δηλαδή την πιο ακραία εξουσιαστική δομή και είναι φυσικό να λειτουργούν συμπληρωματικά με τις υπόλοιπες. Στον καπιταλισμό φυσικά που  θεσμικά βασίζεται στον φιλελευθερισμό δεν μπορεί νομικά να επιβληθεί η οργανική ομοφυλοφιλία του άνδρα, καταστέλλοντας το δικαίωμα στον έρωτα, αυτό πρέπει να γίνει με την ηθική του απαξία. Πράγμα που το έχουν ανάγκη και τα ομοφυλοφιλικά κινήματα, από την μια μεριά οι ομοφυλόφιλοι άνδρες για να αποδείξουν την ηθική ανωτερότητα του δικού τους ερωτισμού, ενώ από την άλλη πλευρά οι ομοφυλόφιλες γυναίκες (λεσβίες) το έχουν ανάγκη για να διατηρούν την σαδιστική τους  επιρροή στις προερχόμενες από αυταρχικές οικογένειες γυναίκες που είναι ερωτικές τους σύντροφοι. Όπως είναι γνωστό σε ένα ανδρικό ομόφυλο ζευγάρι και οι δυο είναι ομοφυλόφιλοι, σε αντίθεση με το γυναικείο που είναι μόνο η μια, για αυτό ερωτικά αυτή η σχέση είναι σαδομαζοχιστική. 

Εκεί, όμως, που η αντιδραστικότητα των ομοφυλοφιλικών κινημάτων βγάζει μάτια είναι στο ζήτημα υιοθεσίας, που θεωρούν πως το να έχεις παιδιά είναι δικαίωμα, θεωρούν δηλαδή ότι τα παιδιά είναι μέρος της ιδιοκτησίας του ζευγαριού. Τα ατομικά δικαιώματα είναι προσωπικά, δεν υπάρχουν στοιχειοθετημένα δικαιώματα σε βάρος άλλων ατόμων, τέτοια δικαιώματα παραχωρούνται με κοινή συναίνεση ανάμεσα στα μέλη μιας σχέσης και τα παιδία ούτε μετείχαν στα παραχωρητήρια, ούτε κανείς τα ρώτησε αν ήθελαν να γεννηθούν. Το να έχεις  παιδιά είναι επιλογή πριν την σύλληψη και ευθύνη μετά από αυτήν. Οι γονείς για ένα παιδί ούτε ρόλο εκκολαπτικής μηχανής έχουν, ούτε είναι χορηγοί της διατροφής, της στέγασης, της ένδυσης, της μόρφωσης και της αποκατάστασης των παιδιών . Αλλά να φροντίσουν την καλύτερη ένταξη τους στην κοινωνία και όχι να τα ελέγχουν σε όλους τις περιόδους της ζωής τους. Οι ρόλοι της μάνας και του πατέρα και διαφορετικοί είναι και διακριτοί και δεν μπορεί ο ένας να υποκαταστήσει τον άλλο. Δυστυχώς δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η  αντιστροφή των ρόλων με τραγικά αποτελέσματα για τα παιδιά. Η μητέρα είναι ο μοναδικός μη εχθρικός παράγοντας του εξωτερικού κόσμου ενός βρέφους η ενστικτώδη αντίληψη ότι αυτό  επιβιώνει χάρη στην αλληλεγγύη των γονιών του είναι η θεμελιώδης έναρξη της αρμονικής κοινωνικής του ένταξης. Άλλοι σημαντικοί σταθμοί στην κοινωνική ένταξη ενός παιδιού είναι από το 5ο έτος της ηλικίας του ως την προεφηβεία να μάθει από την μητέρα την σημασία της ύπαρξης των άλλων ανθρώπων για την ζωή και την χαρά του ατόμου για να μπορεί μετά στην εφηβεία να αποδεχτεί την σημασία της ύπαρξης του άλλου φύλου για να γίνει ισότιμο μέλος της κοινωνίας. Στον αντίποδα ο ρόλος του πατέρα είναι διαφορετικός, πρώτα από όλα η αγάπη  του δεν είναι χωρίς προϋποθέσεις, αλλά κατακτάτε από το παιδί στο βαθμό που αποδέχεται τα «διδάγματα» του. Οφείλει να του μάθει την ύπαρξη κοινωνικών νόμων, την σημασία τους για την επιβίωση των παιδιών και κύρια τα όρια τους και την αλλαγή των κανόνων όταν μπαίνουν εμπόδιο στην ζωή. Σε κάθε όμως περίπτωση η συμβολή των γονέων στην υγεία των παιδιών, πρέπει να στοχεύει στο να μπορέσει το παιδί να ανεξαρτητοποιηθεί αρμονικά από τα δεσμά της οικογένειας και να αποκτήσει ατομική οντότητα. Η εμπειρία μας δείχνει ότι οι γονείς σπάνια ανταποκρίνονται στον ρόλο τους από την εφηβεία και μετά και τους μαθαίνουν ότι είναι φυσική η προστασία τους ως τα βαθειά γεράματα με αποτέλεσμα στις νεότερες οικογένειες ο άντρας να ψάχνει για μαμά και η γυναίκα για παιδί. Προφανώς το να διεκδικούν τα ομοφυλοφιλικά ζευγάρια το δικαίωμα σε ιδιοκτησία παιδιών πρέπει να ιδωθεί με σκεπτικισμό ειδικά από αυτά.

Μεγάλη έλλειψη του πολιτισμού και της κουλτούρας μας, είναι η μη υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, ειδικά των άλλων.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Η επανάσταση που επικράτησε με τον τηλέγραφο





Η φράση του υπότιτλου προέρχεται από τον δημοσιογράφο της Washington Post  Τζων Ρήντ που περιέγραψε τα γεγονότα του 1917. Θέλοντας να δήξει ότι η Ρωσική επανάσταση, μπορεί να μην επικράτησε με μερικές βρισιές, όπως η Κομμούνα του Παρισιού, όταν ο Παρισινός λαός εξεδίωξε τμήματα του ηττημένου Γαλλικού στρατού που ήθελαν να παραδώσουν στο Πρώσο κατακτητή τα κανόνια της Μονμάρτης, αλλά με μερικές μόνο αψιμαχίες στην Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, ενώ στις άλλες διοικητικές περιφέρειες επικράτησε μέσω  του τηλέγραφου που μετέδωσε το γεγονός, της αλλαγής της εξουσίας. Γιατί άραγε οι επαναστάσεις ενώ επικρατούν σχεδόν αναίμαχτα, οδηγούν σε εμφυλίους πολέμους;

   Άραγε έγιναν ποτέ επαναστάσεις και το πέρασμα από την μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης στο άλλο έγινε πάντα με επανάσταση; Για το δεύτερο ερώτημα μπορούμε να πούμε, η αλλαγή της κοινωνικής συγκρότησης είναι επαναστατική γιατί αλλάζει ριζικά τον κόσμο, ωστόσο  μόνο το πέρασμα στον αστικό  τρόπο κοινωνικής συγκρότησης  έγινε με επαναστάσεις. Μόνο η αστική τάξη είχε συγκριμένο επαναστατικό σχέδιο για να μετατρέψει τον κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωση της. Όσο αφορά το πρώτο ερώτημα. Σύμφωνα με τις μπλανκικές και αναρχικές αντιλήψεις, των  σύγχρονων κομμάτων και κινημάτων της αριστεράς περί επαναστάσεων, που επανάσταση είναι το πραξικόπημα μια καλά οργανωμένης συνωμοτικής μειοψηφίας, το οποίο σχεδόν αυτόματα μετασχηματίζει την κοινωνία, επανάσταση δεν έγινε ποτέ. Αν πάρουμε σαν πρότυπο τις αστικές επαναστάσεις και αν πάρουμε σαν πρώτη αυτή του Κρόμγουελ, μόνο μετά από πέντε περίπου αιώνες, με τον Κεϊνσιανισμό τον 20ο αιώνα, δημιουργήθηκε  ένας ,στα  πρότυπα του αστικού φιλελευθερισμού, κόσμος. Δηλαδή μόνο τότε τα «αναπαλλοτρίωτα» από κάθε εξουσία δικαιώματα του ατόμου, απέκτησαν ένα σχετικό περιεχόμενο. Να πούμε εδώ για την κομματική αριστερά, τα δικαιώματα του ατόμου δεν προκύπτουν από μια αντίληψη τελεολογικής ελευθερίας για το άτομο, αλλά από την συμμετοχή σε μια φυλετική ομάδα, που το ονομάζεται, γιατί έτσι γουστάρουν, ταξική συνείδηση. Επίσης ούτε η Παρισινή κομμούνα, ούτε η Ρωσική επανάσταση υπήρξαν συνωμοτικά πολιτικά κινήματα, ούτε κινήματα της μειοψηφίας. Όσο αφορά την Ρώσικη επανάσταση, το «επαναστατικό»  πρόγραμμα ήταν γνωστό 6 μήνες πριν, το υιοθετούσαν οι 4 οργανώσεις  , που στις εκλογές για τα σοβιέτ του Σεπτέμβρη του 1917 πήραν σχεδόν του μισούς ψήφους και όσο αφορά την συνωμοτικότητα η μέρα «έναρξης»  της επανάστασης ήταν γνωστή τρείς μέρες πριν. Να πούμε εδώ ότι μιλάμε για Ρωσική και όχι μπολσεβίκικη επανάσταση, γιατί την επανάσταση την πραγματοποίησαν κατά σειρά δύναμης οι αριστεροί Εσσέροι, οι μπολσεβίκοι και οι  φράξιες του Πλεχάνωφ και του Γκόργκι από τους μενσεβίκους.  Όσο αφορά το επαναστατικό πρόγραμμα, δεν ήταν κάποιο πολιτικό (ηθικό) σοσιαλιστικό πρόταγμα, αλλά η συμπύκνωση των αναγκαίων μέτρων για την επιβίωση της Ρωσικής κοινωνίας, ειρήνη, ψωμί, διανομή της γης. Μέτρα που θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει, η τότε κυβέρνηση Κερένσκι, αν φυσικά δεν υπήρχε το ζήτημα της εξουσίας, που τα συγκριμένα  μέτρα  θα την αποδομούσαν. Συνεπώς η Ρωσική επανάσταση ήταν  μορφή λύσης αντιθέσεων( κοινωνικών προβλημάτων) και όχι επιβολή ηθικών κωδίκων, ενώ από την άλλη μεριά οι επαναστάσεις και οι μεταρρυθμίσεις δεν χωρίζονται με Σινικά τείχη, αλλά από το κατά πόσο τα προβλήματα πρέπει να λυθούν, ή όχι, ριζικά και άμεσα. Τελειώνοντας αυτό το μέρος θέλουμε να παρατηρήσουμε. Οι επαναστάσεις, που μέχρι τώρα έχουν ολοκληρωθεί και συγκεκριμένα οι αστικές, δεν έθεσαν το ζήτημα τις καταστροφής των παλαιότερων κοινωνιών, αλλά την δημιουργία μιας άλλης μορφής κοινωνικής συγκρότησης, υπήρξαν απαρχή του νέου ή καλύτερα συνέχεια της ζωής, η μόνη «καταστροφή»  που επιδίωξαν ήταν   αυτή της παλαιάς εξουσίας, εδώ φυσικά μιλάμε για τις  επαναστάσεις στις Βρετανία, Αμερική και Γαλλία που καθόρισαν την σημερινή μορφή του δυτικού κόσμου.

 Γιατί, στις ποιο πρόσφατες επαναστάσεις η βία ακολούθησε την σχετικά εύκολη (χωρίς βία) επικράτηση τους; Σε αυτό το σημείο να τονίσουμε πως και μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν εμφυλίους πολέμους όπως τον Αμερικάνικο (κατάργηση δουλείας), Ισπανικό (διαχωρισμός εκκλησίας, κράτους), Ελληνικό (ενσωμάτωση στην μεταπολεμική Ελλάδα των αριστερών πολιτών). Όταν μια «επαναστατική» ιδεολογία κάνει κριτική στο παλαιό καθεστώς, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης του καθεστώτος (τότε εξάλλου εμφανίζονται) και θέτει τους όρους της ριζικής κοινωνικής αλλαγής, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς την ορθότητα των σκοπών της, εκτός φυσικά από το μεγαλύτερο μέρος της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Όμως οι προτεινόμενες αλλαγές  απαιτούν ένα μακρό χρονικό διάστημα για να πραγματοποιηθούν και στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, πρέπει να δήξει μεγάλη υπομονή, επιμονή, γνώση και πίστη για τις κοινωνικές αλλαγές. Συνήθως, από την μια μεριά η κοινωνία επιλέγει την πεπατημένη της παραδοσιακής επιβίωσης η οποία εξαρτάται από την προνομιακή σχέση με την εξουσία, έτσι, από την άλλη μεριά οι επαναστάτες είναι αναγκασμένοι, εν αρχή, να θέτουν το ζήτημα της εξουσίας και αν οι συγκυρίες ευνοούν πραγματοποιούν τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς αν όχι, είτε συντρίβονται, είτε δημιουργούν νέες, συχνά χειρότερες, δεσποτείες. Στο σοσιαλιστικό πρόγραμμα, επί παραδείγματι, εύκολα γίνεται αποδεχτή η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ακόμα και από τους καπιταλιστές, ενώ η ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή των ανθρώπων στην διαχείριση της εξουσίας, δύσκολα γίνεται αποδεκτή ακόμα και από επαναστάτες. 
  
  Ο Μεγάλος πόλεμος, είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή παραδοσιακών κρατών και κατά συνέπεια την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού τους, βάζοντας  στην ημερήσια  διάταξη τον ριζικό μετασχηματισμό . Στην Γερμανία, Αυστροουγγαρία (και στην Αυστρία και στην Ουγγαρία), Ρωσία ξέσπασαν επαναστάσεις επίσης σαν απόρροια της κατάρρευσης του Τσαρισμού είχαμε «προλεταριακή» επανάσταση και στην Φιλανδία. Όπως είναι γνωστό μόνο στην Ρωσία υπήρξε νικηφόρα. Είχαμε λοιπόν μια χώρα, οικονομικά κατεστραμμένη, στην δύνη ενός εμφυλίου πολέμου και μιας εξωτερικής επέμβασης, παντελώς απομονωμένη. Δηλαδή μια χώρα που σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Λένιν δεν θα μπορούσε να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό, ενώ από την άλλη μεριά λόγω της επανάστασης ήταν αναγκασμένο το επαναστατικό ρεύμα να λύσει τα άμεσα  τα  προβλήματα επιβίωσης της Ρωσίας. Η οικονομική ανέχεια δημιούργησε νέες ταξικές και άλλες μορφές αντιθέσεων ενώ αναζωπύρωσε παλαιές. Από την άλλη πλευρά, έπρεπε να εκβιομηχανιστεί γρήγορα (βίαια) , χωρίς τεχνογνωσία, πρώτες ύλες , μηχανές με μόνο όπλο την εργατική δύναμη. Συγχρόνως η επάρκεια για είδη πρώτης ανάγκης ήταν περίπου ανύπαρχτη, ο πληθυσμός στις πόλεις ζούσε από τα μέσα του 1916 με δελτίο, επί παραδείγματι με μερίδα ψωμιού 200g ημερησίως και 5Kg κάρβουνα τον μήνα. Άρα η επιβίωση είχε πάρει την ακραία μορφή της φυσικής επιλογής, δηλαδή είχε μεγάλη σημασία το ποιος θα έχει την εξουσία και οι σχέσεις του καθενός με αυτήν. Πάνω στην βάση το πιο πάνω αντιθέσεων,  ξέσπασε μερικούς μήνες μετά από την νικηφόρα, σχεδόν χωρίς βία  επανάσταση, ένας  πολυεπίπεδος εμφύλιος πόλεμος. Πρώτα από όλα ο πόλεμος ενάντια στην αντίσταση του παλαιού κοινωνικού καθεστώτος, μετά ο πόλεμος με εθνικιστικά κινήματα είτε αυθόρμητα είτε υποκινούμενα από την ΑΝΤΑΤ, ενδιαφέρουσα η περίπτωση είναι η Ουκρανία  όπου το εθνικιστικό μέτωπο με την συμμετοχή των αναρχικών του Μαχνό, ενισχύθηκε από την εξωτερική επέμβαση των Αγγλογάλλων και τέλος ο εμφύλιος στο εσωτερικό των «επαναστατών». Ο εμφύλιος πόλεμος, με το παλαιό καθεστώς, λήγει με νίκη των επαναστατών σε όλα τα μέτωπα πλην του Δυτικού όπου έχουμε συνθηκολόγηση και ειρήνη με απώλεια της μισής Ουκρανίας. Μέσα σε αυτό το διάστημα είχαμε το κίνημα των Εσσέρων που προσπάθησαν σε συνεργασία με τους αναρχικούς να πάρουν την εξουσία στο νότιο και στο ανατολικό μέτωπο που ηττήθηκε, την εξέγερση της Κροστάνδης, λόγω του δεσποτισμού της εκεί ηγεσίας των μπολσεβίκων, που επίσης ηττήθηκε. Να πούμε εδώ πως σε αυτό το διάστημα δεν υπήρξε  εθνοτική καταπίεση, μάλιστα στις Φιλανδία,  Εσθονία,  Λετονία και Λιθουανία δόθηκε ανεξαρτησία. Η μετέπειτα καταπίεση αυτών των λαών αναφέρετε στην Σταλινική περίοδο. Με την επίσημη λήξη του εμφυλίου, έχουμε την άτυπη έναρξη του εμφυλίου στο μέτωπο των επαναστατικών οργανώσεων. Ένα μέρος των Εσσέρων (αγροτιστών) παρέμενε στην νομιμότητα, όταν όμως το παράνομο μέρος τους κατέφυγε στην μέθοδο της τρομοκρατίας (μαζί με τον Μπακούνιν), δολοφονία  Σβέντρλοφ, πρώτη απόπειρα ενάντια στον Λένιν, τέθηκαν εκτός νόμου. Έτσι φτάνουμε στην διαμόρφωση των στρατοπέδων για την τελευταία «εμφύλια» σύγκρουση, που η τελευταία της απόληξη ήταν οι δίκες της Μόσχας ως ακραία έκφραση του δεσποτισμού,  του «καπιταλιστικού» φεουδαρχικού τύπου καθεστώτος  που επικράτησε. Από την μια μεριά, είχαμε το μέτωπο, της αριστερής πτέρυγας των Μπολσεβίκων – σύμφωνα με την μορφολογία της εποχής- της φράξιας του Λένιν, Μπουχάριν δηλαδή, μαζί με την φράξια του Πλεχάνωφ και μικρού μέρους της φράξιας του Γκόργκι από τους μενσεβίκους.  Από την άλλη η δεξιά- πάντα με την μορφολογία της εποχής- με κύριο εκφραστή τον Τρότσκι μαζί με το κέντρο (Στάλιν) από το κόμμα των μπολσεβίκων σε συνεργασία μέρους των αριστερών Εσσέρων που επιβίωσαν της προηγούμενης περιόδου  και των μενσεβίκων που είχαν γίνει μπολσεβίκοι. Που μπορούμε να την χωρίσουμε στην περίοδο που ο Λένιν μπαίνει στο περιθώριο κυρίως μετά την δεύτερη απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του και στο 13Ο συνέδριο των Μπολσεβίκων, την νίκη του Στάλιν και την ανάδειξη του σε γενικό γραμματέα, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να εξοντώσει τους συμμάχους του σε μια κατοπινή περίοδο. Αυτό που έχει την μεγαλύτερη σημασία, είναι το πολιτικό περιεχόμενο της σύγκρουσης. Η πρώτη πτέρυγα υποστήριζε, ότι στις συνθήκες που περιγράψαμε παραπάνω, θα έπρεπε να υπάρχει πρόσκαιρη υποχώρηση από το «σοσιαλιστικό» πρόγραμμα και να οικοδομηθεί μια ήπια μορφή καπιταλισμού με την πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης (αντιγράφουμε την φρασεολογία τους). Στην αντίθετη περίπτωση θεωρούσαν πως η βίαια (άμεση) εκβιομηχάνιση θα ήταν το μαρτυρολόγιο της εργατικής τάξης (πράγματι είχαμε μερικά εκατομμύρια νεκρούς εργάτες από την ένταση της εργασίας) και την άνοδο στην εξουσία των  μηχανισμών βίας  που κατά τον εμφύλιο αυτονομήθηκαν από το κόμμα και την εργατική τάξη (πάλι μεταφέρουμε την φρασεολογία της εποχής). Το δεύτερο μέρος της παραπάνω πρότασης περιγράφει με απόλυτο τρόπο τον κεντρώο και δεξιό μέρος της τελευταίας σύγκρουσης. Από εκεί και ύστερα, με την νίκη του Σταλινικού μετώπου( με την αρωγή του Τρόσκυ στην πρώτη φάση), οι αντιθέσεις της Ρώσικης κοινωνίας ενταφιαζόταν στα υπόγεια.  Φυσικά μια διαφορετική ιστορική εξέλιξη ήταν αδύνατη μια και  ο δρόμος των ηττημένων δεν εξασφάλιζε την παραμονή στην εξουσία. Ακόμα όμως και η νίκη των ηττημένων, δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα οδηγούσε  σε κάτι διαφορετικό, στην καλύτερη περίπτωση σε  μια εκδοχή καπιταλισμού και σε ήττα της επανάστασης.  Αυτό που έχει σημασία, αν θέλουμε να δώσουμε ηθικό περιεχόμενο στον επαναστατημένο άνθρωπο, δεν είναι ούτε ότι  ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, ούτε η αποδοχή κάποιων ιδεολογικών προτύπων ιστορικών δικαιωμένων που πρέπει να επιλυθούν από τα πάνω, αλλά ο αγώνας του είδους για να απελευθερωθεί από τον ανταγωνισμό και την φυσική επιλογή, ακόμα και αν αυτό σημαίνει την κατάργηση του κόμματος του και της εξουσίας του.
   
 Φέραμε στο προσκήνιο την άγνωστη ιστορία της Ρωσικής επανάστασης, μια ιστορία  που λόγω της υποταγής της σύγχρονης αριστεράς στον εθνικισμό, τον λαϊκισμό και την αυτονομία, μετά την διάψευση των επαναστατικών και μεταρρυθμιστικών προσδοκιών που η ίδια δημιούργησε, είχε αποδοθεί στην λήθη.   Έπρεπε να γίνει επανάσταση;  Να μια ερώτηση ικανή να συγκαλύψει τους ευσεβείς πόθους εκείνων, που στο σήμερα, επιδιώκουν την συμμετοχή στην διανομή της εξουσίας, γιατί δεν μπορούν να ζήσουν  στην μετριότητα και στην ανωνυμία.